-
1 χθιζός
χθιζός, ion. u. poet. statt χϑεσινός (vgl. Lob. Phryn. 323), gestrig, am gestrigen Tage; ὁ χϑ. πόνος Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χϑιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χϑιζὸς ϑεὸς ἤλυϑες Od. 2, 262; χϑιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χϑιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χϑιζόν Il. 13, 745; χϑιζά, in der Vrbdg χϑιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χϑὲς καὶ πρώην, 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.
-
2 πρώϊζος
πρώϊζος, att. πρῷζος, = πρώϊος, früh. – Adv. πρώϊζα, Il. 2, 303, χϑιζά τε καὶ πρώϊζα, vorgestern; nachgeahmt Plat. Alc. II, 141 d. – In B. A. 295 ist πρώϊζον durch τὸ ὑπόγυον erklärt.
-
3 χθιζός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χθιζός
-
4 πρώϊζος
πρώϊζος, früh; χϑιζά τε καὶ πρώϊζα, vorgestern -
5 χθιζός
χθιζός, gestrig, am gestrigen Tage; χϑιζὸς ἔβη, er ging gestern; χϑιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, = jüngst, nur eben erst -
6 πρωϊζός
πρωϊζός, [dialect] Att. [full] πρῳζός, όν, dub. sens. in Call.Fr.63 P.;= προχθεσινός, ὑπόγυος, EM691.56.II neut. pl. πρωϊζά as Adv.,= πρώην, χθιζά τε καὶ π. yesterday or the day before, Il.2.303, cf. Pl.Alc.2.141d.2 οὕτω δὴ π. κατέδραθες so very early, Theoc.18.9; πρωϊζὸν ὁδεύων dub. sens. in Epic.Alex.Adesp.4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωϊζός
См. также в других словарях:
πρωϊζός — όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, όν, Α προχθεσινός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά α) προχθές β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά κατέδραθες», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το… … Dictionary of Greek